Βιογραφικό - Όλυ Αναστασίου
Η Όλυ Αναστασίου γεννήθηκε στη Δράμα. Από την ηλικία των 9 ετών, ζεί, σπούδαζει και εργάζεται στη Θεσσαλονίκη. Από τα 20 χρόνια της δημιουργεί οικογένεια και παιδιά και όλα γίνονται παράλληλα.
Είναι πτυχιούχος (1986) του Οικονομικού τμήματος της Νομικής Σχολής του ΑΠΘ.
Από το 1986 έως το 1988 σπούδασε σχέδιο και διακόσμηση στην σχολή Δημητρέλη, από όπου αποφοίτησε με διάκριση.
Το 1984 με τον σύζυγό της Νίκο Ανέστη, οικονομολόγο, ζωγράφο, κεραμίστα, έχοντας αγάπη και κλίση στα εικαστικά, ιδρύoυν για βιοποριστικούς λόγους, το γνωστό εργαστήριο καλλιτεχνικών κεραμικών ΚΙΧΛΗ. Εκεί, για 19 χρόνια, ζωγραφίζει μοναδικά χρηστικά αντικείμενα και έργα καλλιτεχνικής κεραμικής, όπως κεραμικά επίτοιχα, επιφάνειες τραπεζιών κλπ.
Έργα αυτής της περιόδου βρίσκονται σε πολλές ιδιωτικές συλλογές συην Ελλάδα και το εξωτερικό, καθώς και στην συλλογή του Μουσείου των Σεβρών, στο Παρίσι. Πολυσέλιδο άρθρο του διευθυντή του παραπάνω μουσείου, Pierre Ennes δημοσιεύεται τo 2004 στο διεθνές περιοδικό “Objets d’ Art”.
Το 2002 ιδρύει την Gallery B19 στην Δημητρίου Γούναρη 5, δίπλα στον Λευκό Πύργο. Έναν προσωπικό χώρο, που φιλοξενεί αρχικά, κυρίως έργα του εργαστηρίου. Παράλληλα, μελετά με προσοχή και επιμονή τα έργα των παλιών μεγάλων ζωγράφων του 19ου και του 20ου αιώνα. Aρχίζει από το 2003, να ζωγραφίζει ακουαρέλες, ακρυλικά και λάδια, καθώς και κατασκευές, όπως καθρέφτες, φωτιστικά, πλεξιγκλάς κ.ά., με ειδικές τεχνικές. Η Gallery B19, μετά από 10 χρόνια συνεχούς λειτουργίας κλείνει μέσα στην οικονομική κρίση.
Από τότε συνεχίζει την πορεία της στην ζωγραφική, στο στούντιό της στην Κάτω Τούμπα.
Έχει πραγματοποιήσει 12 ατομικές εκθέσεις και έχει συμμετάσχει σε αρκετές ομαδικές.
Είναι μέλος του Συλλόγου Ζωγράφων Βορείου Ελλάδος.
Έργα της βρίσκονται σε ιδιωτικές συλλογές, στην Ελλάδα, στη Γαλλία, στο Ισραήλ και τις ΗΠΑ.
Σκέψεις για τη ζωή και τη ζωγραφική
«Άνοιξε τα παράθυρα να δεις το σύμπαν ανθισμένο μ’ όλες τις παπαρούνες του αίματός μας, να μάθεις να χαμογελάς...»
~Γ. Ρίτσος
Τα χρώματα λειτουργούν όπως οι νότες στη μουσική. Για να οργανώσεις ένα σύμπαν αισθητικά ώστε να έχει σύνθεση και αρμονία, στιγμές αντίστιξης και τελικά να σε παρασύρει σε λογισμούς και συνειρμούς και ίσως κάποια ανάταση, πρέπει να μεσολαβήσουν πολλή αγάπη, πολλή γνώση και μια ευτυχής στιγμή. Δεν είναι παιχνίδι η ζωγραφική και όσο πιο απλή, τόσο πιο δύσκολη.
Χαράζω την εικαστική μου διαδρομή πάνω στο χάρτη της καρδιάς και των ονείρων μου πέρα απο τα ορόσημα, δεμένη στο κατάρτι του χρόνου. Αρμενίζω τις θάλασσες της ζωής με ξεναγό την ψυχή εκεί που το αδύνατο φαντάζει δυνατό, το ανέφικτο εφικτό. Ακολουθώ τις γραμμές των οριζόντων, κάποτε αφήνομαι στο κύμα χωρίς να κυνηγώ χίμαιρες, αλλά την δική μου πορεία, πιστή στην εικαστική μου μοίρα με σύνεση και σχέδιο.
Για τον δημιουργό η έμπνευση βρίσκεται παντού. Δεν υπάρχουν τόποι φτωχοί ή αδιάφοροι. Ακόμη και αν ήμουν σε ένα κελί, που οι τοίχοι του δεν θα άφηναν να φτάσουν ως σε εμένα οι εικόνες και τα χρώματα του έξω κόσμου, θα είχα πάλι τα παιδικά μου χρόνια, ίσως όχι πάντα ρόδινα, αλλά με τον πολύτιμο πλούτο, που κατοικεί στο θησαυροφυλάκιο της μνήμης. Στρέφομαι συχνά προς τα εκεί. Ανασύρω τις βυθισμένες αισθήσεις εκείνου του μακρινού παρελθόντος. Τότε, η προσωπικότητά μου ενισχύεται, η μοναξιά μου διερύνεται, ώσπου να γίνει μια φωτισμένη κατοικία προστατευμένη από τους εξωτερικούς θορύβους.
Να μια καθημερινότητα για μένα:
Kάθομαι και σχεδιάζω τις διακοπές μου. Έχω ζωγραφίσει ένα πέτρινο σπίτι πλάι στη θάλασσα και έναν ήλιο στον γάλανο ουρανό. Κάποια θαλασσοπούλια αιωρούνται, ενώ δυο βάρκες με κουπιά είναι δεμένες με μακριά σκοινιά από τα αρμυρίκια. Τα έβαλα στα σχέδιά μου για την απαραίτητη σκιά. Μικρά παιδιά σκαλίζουν την άμμο για να βρουν μέσα της τη θάλασσα. ‘Eνα ψάθινο καπέλο με πορτοκαλί κορδέλα ταξιδεύει με τον μαίστρο. Εμένα μη με ψάχνετε εκεί. Κάποιος πρέπει να κάνει τα σχέδια για να τα χαρίσει σε εσάς.
Είναι αλήθεια ότι από αυτό που έχω
ως εικόνα και ιδέα μέσα μου,
μόνο ένα μέρος ολοκληρώνεται.
Γι' αυτό εξάλλου και συνεχίζω.
Δεν είναι πια επάγγελμα,
αλλά τρόπος αναπνοής.
Πόλη, Ανθρωποι, Αγγελοι
«Ο άγγελος βλέπει τα πάντα, μπορεί να μπει μέσα στο νου, να ακούσει τις κρυφές σκέψεις, είναι ένα απόλυτα καλό ον κι εκφράζει ένα ολότελα ελεύθερο πνεύμα...»
~Βιμ Βέντερς, «Τα Φτερά του Έρωτα»
Πρόκειται για μία ιδέα μου που ξεκίνησε το 2013, συνεχίστηκε εδώ και 2-3 χρόνια και βρίσκεται ακόμη σε εξέλιξη.
Είναι ένας εικαστικός προβληματισμός για την πόλη μας, που θα μπορούσε να είναι η κάθε πόλη – χώρος – τόπος, όπου τα σενάρια της ζωής των κατοίκων της συμβαίνουν και συγχωνεύονται. Σχεδιάζω τοπόσημα του αστικού τοπίου που με συγκινούν με έναν ελεύθερο τρόπο, μικρές στιγμές της καθημερινότητας, μνήμες. Είναι μια προσωπική ματιά, κάτι σαν εικαστικό ποίημα, ένα μείγμα πραγματικότητας, φαντασίας και ονείρου. Που ελπίζω να σας συγκινήσουν και ίσως να σας οδηγήσουν σε προσωπικές ερμηνείες. Θέλω να θυμηθούμε πως δεν είμαστε μόνοι, ότι το καλό είναι ανάμεσά μας σιωπηλά και περιμένει να μας αποκαλυφθεί, πως υπάρχει μέσα μας και στην καθημερινότητά μας. Κάποτε με την μορφή ενός παιδιού, ενός ηλικιωμένου ή περαστικού. Μέρα και νύχτα κάποτε συνυπάρχουν στα έργα μου. Ο ήλιος, το φεγγάρι, τα αστέρια σιωπηλοί παρατηρητές της ζωής μας. Όλα αυτά στον περιορισμένο χώρο του τελάρου ή του χαρτιού διαμέσου του σχεδίου και του χρώματος. Ακουαρέλες, ακρυλικά και λάδια σε καμβά ή ξύλο. Μικρές ιστορίες και στιγμές της ζωής μας με πρωταγωνιστές εμάς τους ίδιους στο αστικό περιβάλλον και τις γειτονιές που μας φιλοξενεί και μας περικλείει.
Όλυ Αναστασίου, εικαστικός
Ένας λόγος για το έργο της Όλυς Αναστασίου
Η ζωγραφική της Ολυμπίας με εντυπωσιάζει για την διαφάνεια και την φρεσκάδα των χρωμάτων της. Χειρίζεται τις ακουαρέλες με έναν αξιοθαύμαστο τρόπο και πετυχαίνει στις δημιουργίες της, ακόμη και σε πολύ μικρές διαστάσεις, να εκφράσει έναν κόσμο πυκνό, πολύχρωμο και γεμάτο φως. Τα τοπία και οι νεκρές φύσεις της προσφέρουν στον θεατή μία αφθονία χρωμάτων γεμάτα αισιοδοξία. Αυτό το κατορθώνει άλλοτε με έναν εξπρεσιονιστικό τρόπο και άλλοτε αγγίζοντας τον ονειρικό κόσμο του P. Klee. Επιπλέον, η Ολυμπία πειραματίζεται και δημιουργεί κατασκευές, χρησιμοποιώντας διάφορα υλικά που τις επιτρέπουν να εκφραστεί με ποικίλους τρόπους. Έτσι στο έργο της αποφεύγει τη μονοτονία και κατακτά ενδιαφέρουσες προεκτάσεις, πέρα από την παραδοσιακή ζωγραφική επιφάνεια.
Βασίλης Σπεράντζας, ζωγράφος
Θεσσαλονίκη, Μάρτιος 2012
ΕΚΘΕΣΗ ΕΡΓΩΝ ΟΛΥΣ ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ
«Υδρία» 1/4/2024
Κι αν αναρωτιέστε τι χρείαν έχει ένας εικαστικός να αναθέτει την παρουσίαση της έκθεσης των έργων του σε κάποιον που γράφει ποίηση, θα σας δανείσω την ανάλογη ερώτηση κατακλείδα από το ποίημα «Μπολιβάρ» του Νίκου Εγγονόπουλου: «Στρατηγέ, τι ζητούσες στη Λάρισα συ ένας Υδραίος;».
Τουτέστιν, τι γυρεύω εγώ, αν και δεν είμαι Υδραία, εδώ στην Υδρία να παρουσιάζω σήμερα τους πίνακες που φιλοτέχνησε η εξαιρετική Όλυ Αναστασίου.
Ας τα πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Να θέσουμε κάποιες βάσεις.
Η ποίηση εκκινεί από το άγνωστο και θέτει ένα πλήθος ερωτημάτων στην ίδια τη γλώσσα, μήπως και απαντηθεί το αίνιγμα της ύπαρξης και της τραγικότητάς της. Σ’ αυτό τον δρόμο της γραφής, για να της αποκαλυφθεί το θαύμα, απαρνιέται όλες τις βεβαιότητές της, γυμνώνεται από τις γνώσεις και την επιφάνεια των πραγμάτων που η όραση τής εξασφαλίζει σε μια πρώτη γρήγορη και εύκολη αντίληψη.
Και τότε, θα μου πείτε, τι της απομένει, πώς προχωρά δηλαδή, όταν όλα τα ορατά τίθενται υπό αμφισβήτηση; Απαντώ: Εικάζει, υποθέτει δηλαδή πως κάτω από την επιφάνεια υπάρχει, βρίσκεται και ανασαίνει μια άλλη δεύτερη πραγματικότητα και, όπως γίνεται στις ανασκαφές και στα ευρήματα, ξύνει την επιφάνεια, αφαιρεί την πάνω πάνω στρώση για να φανερωθεί το αποκεκρυμμένο αόρατο που ελλοχεύει και μες στη σιωπή του ομιλεί.
Εικαστικός λοιπόν και ο ποιητής, αφού δεν αναπαράγει το ορατό αλλά δημιουργεί μιαν άλλη ολοκαίνουργια όραση, την εικονίζει με μιαν ιδιότυπη διαδικασία. Τη διαδικασία της εικασίας αλλά και της εικονοποιίας.
Μήπως όμως και η Όλυ, παρά την ιδιότητά της ως εικαστικού, ποιητικά αποδίδει την εικόνα με τη γλώσσα των συνδηλώσεων και του ονείρου;
Η Όλυ Αναστασίου κινούμενη στο ρεύμα και τη φιλοσοφία του ιμπρεσιονισμού, όρος που προήλθε από το έργο του Μονέ (Impression, Sunrise), όταν αποπειράθηκε να αποτυπώσει την άμεση εντύπωση μιας καθημερινής εικόνας, επιλέγει να συνθέσει έργα που φέρουν στο φως την άλλη επιφάνεια, καταγράφουν την εικόνα μες στην εικόνα σε μια συνομιλία εφικτού και αδύνατου, φυσικού και υπερβατικού, έναν συγκερασμό, θα λέγαμε, φαντασίας και πραγματικότητας.
Μα αυτό κάνει και η ποίηση. Και τότε εκείνο που προκύπτει μάλλον θα το αποκαλούσαμε ποιητικό ιμπρεσιονισμό.
Για τον σκοπό αυτό ο καμβάς που επιλέγει να κινηθεί η δημιουργός είναι η στιλπνότητα αλλά και οι αμυδρές αποχρώσεις που συναντώνται στον εξωτερικό χώρο επιτρέποντας στο φως να αναλάβει τον πρώτο ρόλο μεταμόρφωσης με τις αντανακλάσεις και την έντασή του, τα σβησίματα και τις αναπνοές των χρωμάτων σε μια πανδαισία καλειδοσκοπικής φαντασμαγορίας.
Η εικαστικός Όλυ Αναστασίου γνωρίζει καλά πως τα έργα οφείλουμε να τα διαβάζουμε και όχι να κοιτάμε, αναδιφώντας στο πεδίο των πολλαπλών νοημάτων, ώστε να συμβεί αυτό που ο Πάουλ Κλέε ισχυριζόταν:
«Το μάτι πρέπει να βοσκήσει την επιφάνεια, να την απορροφήσει σπιθαμή προς σπιθαμή».
Και ο λόγος για να το κάνει αυτό; Μα, για να εξαντλήσει την επιφάνεια, να καταβροχθίσει γρήγορα γρήγορα το πάνω πάνω επίπεδο και να οδηγηθεί κάτω από αυτό, να υποθέσει εκείνο που δεν φαίνεται, να αναδείξει, να εμφανίσει, να αποκαλύψει και όχι απλώς να απεικονίσει. Θα ήταν πραγματικά τόσο βαρετή η στείρα, τέλεια, φωτογραφική, θα λέγαμε, αποτύπωση της ήδη γνωστής πραγματικότητας, μια απεικόνιση που δεν θα εμπεριείχε ανάγνωση με την πλατωνική έννοια τής ανά γνώσης δηλαδή, θα ήταν στ’ αλήθεια, βαρετή, όση τελειότητα μορφής και τεχνικών και αν εμπεριείχε.
Ως εκ τούτου, στα έργα επικρατεί ένα κλίμα ανάλαφρου αλλά μελαγχολικού βλέμματος που αναστοχάζεται, αφήνεται οικειοθελώς στις αρετές της νωχέλειας και της βραδύτητας, ναι αρετές η βραδύτητα και η νωχέλεια, αρετές σπάνιες στη φρενήρη εποχή που προσπερνά και βιάζεται, επιταχύνει και σκοντάφτει.
Στα έργα αυτά μια διόλου ρομαντική θέαση της καθημερινότητας καταγράφεται με έναν υπόκωφο χρωματικό λυρισμό. Όλα είναι εδώ. Σαφώς αναγνωρίσιμα, διακριτά όμως την ίδια ακριβώς στιγμή βρίσκονται και σε μία απόσταση, τόση όση να δίνεται θέση μεγαλύτερη στη σκιά και στο βάθος, στον υπαινιγμό και τη νύξη και όχι στη σκληρή ομολογία των αυστηρών γραμμών.
Τοπόσημα του αστικού περιβάλλοντος αναμεμειγμένα με μορφές ονειρικές και υπαρκτές έρχονται να ενισχύσουν τη διαπίστωση ότι η ποίηση δεν συχνάζει αποκλειστικά στα βιβλία αλλά κάποτε τρυπώνει στην ίδια την καθημερινότητά μας ή καλύτερα στο βλέμμα μας και στον τρόπο που διαβάζει αυτή την καθημερινότητα.
Μα, καλά… η καθημερινότητά μας κατακλύζεται και από αγγέλους; Τόσο άνετα κυκλοφορούν ανάμεσά μας και με τόση φυσικότητα κάποιος τους απεικονίζει ως αναπόσπαστο μέρος της εικόνας της πόλης πλάι σε κτίρια και μνημεία;
Λοιπόν, οι άγγελοι στους πίνακές της, χωρίς καμία πρότερη εξήγηση και δικαιολογία, παίρνουν τη θέση τους απροσχημάτιστα και με τρόπο φυσικό, μόνο και μόνο γιατί η Όλυ τούς βλέπει ̶ κανονικά καθένας μας έπρεπε να τους βλέπει, όταν για παράδειγμα κάποιος ξεμακραίνει από το πλήθος, απομακρύνεται από τους πολλούς, διαλέγει μια απόμερη θέση και από εκεί ανασαίνει τη ζωή χωρίς απαιτήσεις περιττές, δίχως επίμονες διεκδικήσεις, με μια πληρότητα μοναχική που παραπέμπει στην ταινία του Βιμ Βέντερς «Perfect days», όταν η ηπιότητα δηλαδή επιλέγει το φως και την αιώρηση αντί το σκοτεινό και το απεγνωσμένο, τότε ίσως όλοι όσοι επιλέγουν αυτή τη στάση θέασης αυτόματα κατατάσσονται στα πλάσματα πέραν του κόσμου τούτου. Η εικαστική ματιά της δημιουργού συλλαμβάνει τους αγγέλους, τους αναγνωρίζει και τους εντάσσει στη ροή του απεικονιστικού δρώμενου ως διακριτικές και αθόρυβες παρουσίες, σαν φως που ιριδίζει απαλά. Οι άγγελοι στα περισσότερα έργα είναι τόσο διακριτικά τοποθετημένοι που πρέπει να είσαι υποψιασμένος εκ προοιμίου, για να τους εντοπίσεις, να τους δεις. Όπως άλλωστε και στην ουσία της φύσης τους η ύπαρξή τους διαπιστώνεται εάν και εφόσον τους αναζητήσεις και ίσως βέβαια εάν τους επικαλεστείς.
Οι άγγελοι της Όλυς είναι πλάσματα με σάρκα όπως οι άγγελοι του Τζιότο ντι Μποντόνε, που πρώτος τούς εισήγαγε τον 13ο αι. στη Φλωρεντία και ο οποίος από συμβολικούς παραστάτες τούς παρουσίασε να σπαράζουν, να επιθυμούν, να φοβούνται, κάτι που σηματοδότησε και την έναρξη της Δυτικής τέχνης.
Οι άγγελοί της από την άλλη δεν έχουν καμία σχέση με τους αγγέλους του μοναχού Γκουίντο ντι Πιέτρο του γνωστού ως «Φρα Αντζέλικο», πλάσματα που δημιουργούν την ψευδαίσθηση ενός πραγματωμένου παραδείσου. Ούτε παραπέμπουν στις φιγούρες του Παρθένη που τους χρησιμοποιεί για να εικονοποιήσει έναν αιθέριο κόσμο αισθήσεων.
Από τους γήινους αγγέλους του Τσαρούχη με τα χωμάτινα χρώματα που θυμίζουν φαγιούμ, από τα ανθρωπάκια αγγέλους του Γαΐτη ακόμη και από τους αμέριμνους ποδηλάτες αγγέλους του Φασιανού οι άγγελοι της Όλυς και η φιλοσοφία του σχηματισμού τους παραπέμπει σε μια πιο ήσυχη και καθημερινή εκδοχή. Αυτή των ανθρωπόμορφων αγγέλων ή σε μιαν αντιστροφή των αγγελικών ανθρώπων. Διαλέγουμε και παίρνουμε. Τώρα όσον αφορά στο αστικό τοπίο σε συνδυασμό με τις απροσδόκητες χρωματικά αποδώσεις των ουρανών έχουμε εικόνες που θυμίζουν αλλά και εικόνες που ξανασυστήνουν τον τόπο, τις γειτονιές, την παραλία και τα κάστρα του. Μια παρέλαση χρωματικών αλλεπάλληλων αιφνιδιασμών.
Άγγελος πάνω από τα Λουλουδάδικα μέσα σε έναν πορτοκαλί ουρανό, περιπατητές μοναχικοί και ζευγάρια, ουρανός με μωβ λιλά, πορτοκαλί χρώμα, μια γυναίκα άγγελος ή ένας άγγελος γυναίκα στη γωνία σταυροπόδι, μάλλον γυμνή, ποδήλατα και αυτοκίνητα, η Ροτόντα, τα Κάστρα, ένα μαγαζί με ορθογώνια κάθετη ταμπέλα που γράφει «Μέλι», ο Λευκός πύργος σε μωβ γκρι και κίτρινο ουρανό, ζευγάρι στην παραλία, το γύρω τοπίο αχνό, λιωμένα χρώματα οι πολυκατοικίες, αίσθηση αιώρησης και πιθανής οφθαλμαπάτης, η πόλη βροχερή, ο ουρανός γκρι και ένας άγγελος μοναχικός με τζιν να γυρνά την πλάτη στις αντανακλάσεις των οχημάτων που φαίνονται στο οδόστρωμα και να κοιτάζει κατευθείαν στο Θερμαϊκό.
Ζευγάρι που φορά μάσκες κάνει βόλτα με το σκυλάκι του στην παραλία, περίοδος καραντίνας. Τα μάτια τους δεν διακρίνονται καλά. Ένα άλλο ζευγάρι, αγγέλων αυτή τη φορά, με σύγχρονη ένδυση και μάσκα κρατά ένα σκυλάκι. Έχουν ήδη αποχωρίσει από αυτή τη ζωή και επανέρχονται ως άγγελοι ή μήπως η αγάπη και η αρμονία τούς προσδίδει μιαν αγγελική διάσταση; Αλλού: ένας άγγελος με μπαστούνι. Γερασμένος; Ανήμπορος; Με πόνο στις αρθρώσεις; Άρτι χειρουργημένος ή απλώς σώμα γερασμένο που διαθέτει ψυχή που ίπταται, ανάλαφρη σαν του αγγέλου;
Πιο ’κει μια γάτα, ένας άλλος άγγελος με μπλε ρούχο και κόκκινα φτερά συνομιλεί με πελάτη στον εσωτερικό χώρο ανθοπωλείου - εμείς τους βλέπουμε από μακριά - ένας άλλος πάλι είναι ανεβασμένος σε δέντρο μοιάζει να ετοιμάζεται να γράψει κάποιο σύνθημα σε τοίχο ψηλό με δυο σειρές παράθυρα επάνω του. Η θάλασσα ροζ, τα βουνά μπλε, ο ουρανός μωβ με αποχρώσεις πράσινου, ύστερα τα Κάστρα. Μαθητής με τσάντα στον ώμο, μια οικογένεια και, να, μια γυμνή κοπέλα-άγγελος στη στέγη να τείνει λουλούδι κόκκινο στον ουρανό κι ένας άντρας ντυμένος άγγελος ή ένας άγγελος ντυμένος άντρας να την κοιτά ανεβασμένος σε μία στήλη που μοιάζει φυλάκιο. Πλανόδιος πωλητής μπαλονιών, πλοίο, πουλιά, γάτες. Η Θεσσαλονίκη μας πολύχρωμη και αχνή, λες και κάποιος μύωπας με θολωμένο βλέμμα και αστιγματισμό την αποτυπώνει. Κι όμως αυτό το θολό και το διαχεόμενο αυτό είναι που προσδίδει μιαν άλω στα περιγράμματα σαν να τα εξατμίζει. Οι χρόνοι από την άλλη συγχέονται σε μία σύζευξη χρόνων και εποχών: γυναίκα μιας άλλης εποχής, του 19ου αιώνα, αρμονικά παρούσα στον παλμό της πόλης, σε ένα μεταίχμιο ακαθόριστο νύχτας και ημέρας σ’ αυτή την πόλη-χωνευτήρι συναλλαγών και γειτονιών. Ροτόντα, Ρέμα Τούμπας, Χορτιάτης. Πλατεία Μοριχόβου, οικογένειες προσφύγων στη Νέα Παραλία, άγγελος που διαβάζει, Λαδάδικα, όλα αφημένα στην τυχαιότητα του λευκού καμβά που λειτουργεί σαν οθόνη όπου το χρώμα αφηγείται μικρές ιστορίες καθημερινές, ιστορίες που συνεπικουρούνται από κλίμακες συμβολισμού και ονειρικά ημιτόνια.
«Το τοπίο», έλεγε, ο Σεζάν «γίνεται ανθρώπινο, γίνεται ένα σκεπτόμενο, ζωντανό ον μέσα μου. Γίνομαι ένα με την εικόνα μου... Συνδέονται όλα σε ένα ιριδίζον χάος».
Εγώ θα προτιμήσω την άποψη του Ελύτη και θα συμφωνήσω μαζί της:
«[…]Ένα τοπίο δεν είναι, όπως το αντιλαμβάνονται μερικοί, κάποιο, απλώς, σύνολο γης, φυτών και υδάτων. Είναι η προβολή της ψυχής ενός λαού επάνω στην ύλη».
Η πόλη και το τοπίο στο εικαστικό σύμπαν της Όλυς είναι η προβολή της δικής της ψυχικής ματιάς επάνω στον καμβά, η αντίληψη της ομιχλώδους πόλης που διέγνωσε και ο Γιώργος Ιωάννου.
Η ποιητική διάσταση των έργων της συνομιλεί και με τον ταλαντούχο κολορίστα ο οποίος συγχώνευσε τον μεταφορικό λόγο της ποίησης με τις πλαστικές τέχνες. Έγραφε για αυτόν ο Πικάσο: «Όταν ζωγραφίζει ο Σαγκάλ δεν ξέρεις αν είναι ξύπνιος ή αν κοιμάται. Πρέπει να υπάρχει κάποιος άγγελος στο κεφάλι του».
Ο ποιητικός ιμπρεσιονισμός με κάποια αφαίρεση εισβάλλει στην τοπιογραφία της πόλης και την απαθανατίζει όχι όμως σε μεγαλειώδεις αλλά σε απλές στιγμές. Το αθέατο και ελάχιστα ηχηρό την αφορά και αυτό καταγράφει. Το ήσυχο και φυλαγμένο από τα βλέμματα του πλήθους. Μάλιστα, αξιοσημείωτο είναι πως δεν την ενδιαφέρει τόσο το κέντρο της πόλης, αφού, όποτε το αποδίδει, φροντίζει να το παρουσιάζει σε ώρα σχόλης. Η πραότητα και η ηρεμία, η γαλήνη και ο ρέον χρόνος μες στη νωχέλειά του. Ακόμα και η βροχερή ώρα της πόλης αποδίδεται περισσότερο με τις αντανακλάσεις και λιγότερο με τη σχηματική δήλωση. Η πόλη θαρρείς πως είναι ζωγραφισμένη μέσα απ’ τα μάτια των παιδιών και ίσως αυτός ακριβώς να είναι ο λόγος που δικαιολογεί την παρουσία τόσων αγγέλων.
Γιατί τα παιδιά είναι εκείνα που παίζουν μαζί τους, γιατί τα παιδιά τούς βλέπουν και συνομιλούν κι ας νομίζουν οι γονείς ότι μιλούν με φίλους τους φανταστικούς.
«Φυλάμε έναν άγγελο μέσα μας. Πρέπει να είμαστε οι προστάτες αυτού του αγγέλου» έλεγε ο Κοκτώ και η Μητέρα Τερέζα «Ποτέ μην προχωράς πιο γρήγορα απ’ όσο μπορεί να πετάξει ο φύλακας άγγελός σου».
Οι πόλεις και οι άνθρωποι μοιάζει να θέλουν προστασία και γαλήνη και είναι αυτός ο λόγος που η τέχνη της Όλυς επινοεί αυτή την προστασία και τη θέτει σε λειτουργία έστω και με την απεικονιστική δήλωσή της.
Ο ποιητής Χρήστος Μπράβος είδε τους αγγέλους κάπως αλλιώς:
«Καπνίζουν κ’ οι άγγελοι, είπε. / Άμα σηκώσετε τη νύχτα / το κεφάλι σας θα τις ιδείτε / τις κάφτρες των τσιγάρων τους. // Τι καφενείο τι ουρανός / ντουμάνι και φτυσιές / κι αέρας σάπιος //(κι ο κάτω κόσμος / στάχτες κι αποτσίγαρα).» Ορεινό καταφύγιο.
Αν είχαμε βέβαια τώρα εδώ την Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ αν μπορούσε για λίγο να κατέβει από τον ουρανό και αν της λέγαμε πως βρίσκεται σε έκθεση Ζωγραφικής, θα της ζητούσα να μας διαβάσει ένα ποίημά της που αγαπώ:
Αν στερεωθεί το ον στη φύση / και πάψει να στριφογυρίζει / αν συλλάβει τις αλλαγές σε ακινησία / ο άγγελος θα σηκώσει το κάδρο ψηλά / κι η εικόνα θα χυθεί σαν χαλί / και θα μας συνεπάρει.
Αγγελικά ποιήματα, Χ
Είναι τόσο ωραίο που οι τέχνες συνομιλούν. Τόσο παρήγορο που η όρασή μας δεν έχει υποστεί ανήκεστο βλάβη και είμαστε σε θέση μέσα από τη γλώσσα της ποίησης και με τα χρώματα της ζωγραφικής να φτιάχνουμε μικρές σχεδίες διάσωσης, μικρές κιβωτούς για να διαφυλάξουμε το πλέον σπάνιο είδος που κινδυνεύει στις μέρες μας δυστυχώς με εξαφάνιση.
Είναι το βλέμμα που έχουν τα παιδιά, όταν τους δώσουν ένα μπλοκ ζωγραφικής και του ζητήσουν να ζωγραφίσουν τον κόσμο.
ΕΥΤΥΧΙΑ-ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΛΟΥΚΙΔΟΥ
Ένα σχόλιο για την έκθεση
“Στιγμές της Θεσσαλονίκης, 101 χρόνια μετά…”
Στην ενότητα αυτή η ζωγράφος Όλυ Αναστασίου βρίσκει στην πόλη της Θεσσαλονίκης όπου μεγάλωσε μια αφορμή για να εκφράσει τον εσωτερικό της κόσμο και κυρίως την στάση της απέναντι στη ζωή.
Η καλλιτέχνης δεν αφηγείται την ιστορία της πόλης ούτε επιδιώκει να αναπαραστήσει τις γειτονιές της. Η πραγματικότητα και το όνειρο συνυπάρχουν αρμονικά στους πίνακές της, κάτι που τους θέτει έξω από τον “χρόνο”, δίνοντάς τους μια νοσταλγική νότα αλλά και μια παραμυθένια διάσταση.
Το ερωτευμένο ζευγάρι, το μικρό παιδί και ο μοναχικός διαβάτης συντροφεύονται από έναν άγγελο – σύμβολο της καλοσύνης και της παιδικότητας που έχει μέσα του ο κάθε άνθρωπος.
Τα χρώματα συγκινούν με τον πλούτο και την διαύγειά τους ενισχύοντας έτσι την αισιοδοξία και την χαρούμενη διάθεση των εικόνων της.
Η δημιουργός επιλέγει να αποδώσει την όμορφη, ελπιδοφόρα πλευρά της ζωής που είναι πάντοτε παρούσα – σε ένα μικρό κομμάτι της φύσης μέσα στο αστικό τοπίο, ή σε μια ανθρώπινη παρουσία – αν και συχνά δεν την αντιλαμβανόμαστε.
Μαρώ Ανέστη, Διδάκτωρ Ιστορίας της Τέχνης
Θεσσαλονίκη, 1 Νοεμβρίου 2013
Κατάλογος εκθέσεων
Ατομικές
- 1998 - Αντωνιάδειος Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών Βέροιας. “32 κεραμικά επίτοιχα”
- 1999 - ΧΑΝΘ. Έκθεση Καλλιτεχνικής Κεραμικής εργαστηρίου “Κίχλη”, Όλυ Αναστασίου & Νίκος Ανέστης
- 2002 - Cafe-Gallery Stretto
- 2005 - Cafe-Gallery Stretto. “Μεταβάσεις”, ακρυλικά
- 2009 - Cafe-Gallery Stretto
- 2010 - Cafe-Gallery Stretto. Ακουαρέλες
- 2010 - Αρχοντικό Γεωργιάδη, Μυτιλήνη, Λέσβος. “Μέρες Πολιτισμού”, ακουαρέλες, λάδια, φωτιστικά
- 2012 - Βιβλιοπωλείο Ελευθερουδάκη
- 2002-2012 - Διαρκής έκθεση έργων στην Gallery B19, Θεσσαλονίκη
- 2013 - Cafe-Gallery Stretto. “Στιγμές στη Θεσσαλονίκη, 101 χρόνια μετά”
- 2014-2015 - Cafe-Gallery Stretto. “Εντυπώσεις και Μνήμες”, Ακουαρέλες
- 2024 (Απρίλιος) - Ίδρυμα Πολιτισμού Υδρία, Θεσσαλονίκη. “Πόλη, Άνθρωποι, Άγγελοι”, ακουαρέλες, λάδια, ακρυλικά
Κυριότερες Ομαδικές
- 1994 - Ίδρυμα Πολιτισμού Θεόφιλος, Μυτιλήνη, Λέσβος
- 2011 - Πνευματικό Κέντρο Βόλου, Ζωγραφική και Ποίηση
- 2012 - Συνεδριακό Κέντρο Τράπεζας Πειραιώς, Θεσσαλονίκη “Η Θεσσαλονίκη χθες και σήμερα, 100 χρόνια από την απελευθέρωση”
- 2012 - Βαφοπούλειο Πνευματικό Κέντρο, Θεσσαλονίκη. Σύλλογος Ζωγράφων, Ζωγραφική και Ποίηση
- 2015 - “Art Market”, Μακεδονικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης
- 2017-2018 - Govedarou Art Gallery, “Opportunity 4all”
- 2019 - Myro Gallery, “Χρώμα σε Νερό ΙΙ – Βόρειες Αποχρώσεις”